δυσαρεστήσει

δυσαρεστήσει
δυσαρέστησις
distress
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
δυσαρεστήσεϊ , δυσαρέστησις
distress
fem dat sg (epic)
δυσαρέστησις
distress
fem dat sg (attic ionic)
δυσαρεστέω
suffer annoyance
aor subj act 3rd sg (epic)
δυσαρεστέω
suffer annoyance
fut ind mid 2nd sg
δυσαρεστέω
suffer annoyance
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου …   Dictionary of Greek

  • Κλίβελαντ, Στίβεν Γκρόουβερ — (Stephen Grover Cleveland, 1837 – 1908). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1885 89 και 1893 97). Διετέλεσε δικηγόρος, δήμαρχος της πόλης Μπάφαλο στην πολιτεία της Νέας Υόρκης και κυβερνήτης της ίδιας πολιτείας. Ανήκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Κρόμγουελ, Όλιβερ — (Oliver Cromwell, Χάντινγκτον 1599 – Λονδίνο 1658). Άγγλος πολιτικός. Γαιοκτήμονας από την κομητεία του Χάντινγκτον, εγκολπώθηκε με απόλυτη και σχεδόν φανατική αφοσίωση τις θρησκευτικές και πολιτικές θέσεις του πουριτανισμού, έπειτα από μια… …   Dictionary of Greek

  • βεντετισμός — ο αλαζονική και εκκεντρική συμπεριφορά με στόχο την επίδειξη: Ο βεντετισμός του έχει δυσαρεστήσει όλους τους φίλους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”